- συλλογιμαῖος
- συλλογ-ῐμαῖος, α, ον,A collected from divers places, ὕδατα (opp. πηγαῖα) Arist.Mete.353b23;
ἄνθρωποι Luc.Tox.19
; σ. φορυτός, of a man, Com.Adesp.906.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνθρωποι Luc.Tox.19
; σ. φορυτός, of a man, Com.Adesp.906.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συλλογιμαῖος — collected from divers places masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογιμαίος — αία, ον, Α αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν. β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», Αριστοτ.). επίρρ... συλλογιμαίως Μ με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν… … Dictionary of Greek
συλλογιμαῖα — συλλογιμαῖος collected from divers places neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογιμαίως — συλλογιμαί̱ως , συλλογιμαῖος collected from divers places adverbial συλλογιμαί̱ως , συλλογιμαῖος collected from divers places masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογιμαίως — Μ επίρρ. βλ. συλλογιμαιος … Dictionary of Greek
συλλογιμαίους — συλλογιμαί̱ους , συλλογιμαῖος collected from divers places masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)